- ανεγγύητος
- -η, -οαυτός για τον οποίο δε δόθηκε εγγύηση: Το γραμμάτιο ήταν ανεγγύητο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ανεγγύητος — η, ο αυτός για τον οποίο δεν δόθηκε εγγύηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν στερ. + εγγυώ ( άω). Η λ. μαρτυρείται στον διδάσκαλο του γένους Αδαμάντιο Κοραή (1748 1833)] … Dictionary of Greek
ανέγγυος — ἀνέγγυος, ον (Α) 1. ο μη εξασφαλισμένος με εγγύηση, ανεγγύητος, αβέβαιος 2. αφερέγγυος 3. (για παιδί) μη νόμιμο, νόθο 4. (για γυναίκα) μη μνηστευμένη, ανύπαντρη. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν στερ. + εγγύη «εγγύηση»] … Dictionary of Greek